- ἐχόρτασα
- χορτάζωfeedaor ind act 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
βυζαίνω — και βυζάνω (Μ βυζάνω) 1. (για βρέφος ή νεογνό ζώου) θηλάζω, ρουφάω γάλα από τον μητρικό μαστό 2. (για τη μητέρα ή την τροφό) θηλάζω, γαλουχώ το βρέφος 3. (γενικά) απομυζώ, ρουφώ υγρή ουσία που υπάρχει σε κάποιο σώμα νεοελλ. 1. εκμεταλλεύομαι… … Dictionary of Greek
σωπαίνω — ΝΜ σιωπώ, παύω να μιλώ (α. «να σωπάσω με προστάζει / με το δάκτυλο η θεά», Σολωμ. β. «καὶ λέγουσίν με, σώπασε, σαλέ, μὴ συντυχαίνεις», Θ. Πρόδρ.) νεοελλ. 1. παραμένω σιωπηλός, δεν μιλώ 2. μτφ. δεν εμφανίζομαι στη δημοσιότητα 3. (μτβ.) επιβάλλω… … Dictionary of Greek
χορταίνω — Ν 1. τρώω ώσπου να έλθει ο κορεσμός 2. γεμίζω («τα πλοία... που ως να ήπιαν φως κι έχουν χορτάσει», Γρυπ.) 3. μτφ. α) απολαμβάνω κάτι ώσπου να έλθει ο κορεσμός («χόρτασα φέτος χορό») β) μπουχτίζω, αηδιάζω («χόρτασα πια τις ψευτιές του») 4. παροιμ … Dictionary of Greek